Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

λύνω το αίνιγμα

  • 1 решить

    -щу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. решенный, βρ: -шен, -шена, -шено
    ρ.σ.
    1. αποφασίζω•

    он -ил остаться на лето в городе αυτός αποφάσισε να μείνει το καλοκαίρι στην πόλη.

    2. (νομ.) εκδίδω, βγάζω απόφαση•

    суд -ил дело в мою пользу το δικαστήριο έβγαλε απόφαση υπέρ εμού.

    3. λύνω•

    решить кроссворд λύνω το σταυρόλεξο•

    решить задачу (μαθ.) λύνω το πρόβλημα•

    решить уравнение λύνω την εξίσωση•

    решить загадку λύνω το αίνιγμα•

    решить вопрос, проблему λύνω το ζήτημα, το πρόβλημα.

    4. παλ. διαλύω, απομακρύνω, διώχνω.
    5. τελειώνω, περατώνω.
    6. (απο)στερώ. || σκοτώνω, φονεύω.
    εκφρ.
    решить жизни – (απλ.) σκοτώνω•
    решить судьбу ή участь – αποφασίζω (καθορίζω, κρίνω) την τύχη•
    - шено и подписано – αποφασίστηκε και υπογράφηκε (έληξε οριστικά και αμετάκλητα).
    1. αποφασίζω, παίρνω απόφαση. || τολμώ, αποκοτώ.
    2. αποφασίζομαι, καθορίζομαι, κρίνομαι•

    участь его -лась η τύχη του αποφασίστηκε.

    3. (απλ.) αχρηστεύομαι. || πεθαίνω.
    4. (απλ.) στερούμαι, χάνω•

    решить жизни πεθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > решить

  • 2 разгадать

    разгадать, разгадывать μαντεύω* \разгадать загадку λύνω το αίνιγμα
    * * *
    = разгадывать

    разгада́ть зага́дку — λύνω το αίνιγμα

    Русско-греческий словарь > разгадать

  • 3 разгадать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разгаданный, βρ: -дан, -а, -о.
    1. μαντεύω, εικάζω, απεικάζω, βρίσκω• λύνω•

    разгадать загадку λύνω το αίνιγμα.

    2. καταλαβαίνω, εννοώ• αντιλαμβάνομαι, αγροικώ.

    Большой русско-греческий словарь > разгадать

  • 4 разгадывать

    разгадывать
    несов μαντεύω (решать)/ καταλαβαίνω, ἐννοώ (понимать, уяснять):
    \разгадывать загадку λύνω τό αίνιγμα· \разгадывать чьй-л. намерения μαντεύω τίς προθέσεις κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > разгадывать

  • 5 загадка

    загад||ка
    ж τό αίνιγμα:
    разгадать \загадкаку λύνω αίνιγμα· говорить \загадкаками μιλάω μέ αίνίγματα.

    Русско-новогреческий словарь > загадка

См. также в других словарях:

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»